- συναγυρμός
- συνᾰγυρ-μός, ὁ,A bringing together, collecting,
φρονήσεως Pl.Plt.272c
;τροφῆς D.H.12.1
(pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φρονήσεως Pl.Plt.272c
;τροφῆς D.H.12.1
(pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συναγυρμός — bringing together masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγυρμός — ὁ, Α βλ. συναγερμός … Dictionary of Greek
συναγυρμούς — συναγυρμός bringing together masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγυρμόν — συναγυρμός bringing together masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγερμός — ο, ΝΑ, και συναγυρμός Α [συναγείρω] συνάθροιση, σύναξη («ἐγένετο παλλαϊκὸς συναγερμός», Δαμάσκ. Αρχ.) νεοελλ. 1. η σε έκτακτες περιστάσεις αιφνίδια πρόσκληση και συγκέντρωση πλήθους 2. προειδοποιητικό σήμα για κίνδυνο 3.στρ. η κατά το δυνατόν… … Dictionary of Greek
ξυναγυρμόν — συναγυρμόν , συναγυρμός bringing together masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)